θηλειῶν

θηλειῶν
θῆλυς
female
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • PUELLATORIAE Tibiae — apud Solin. c. 5. Thermitanis locis Insula est arundinum ferax, quae accommodatismae sunt in omnem sonum tibiarum: seu praecentorias facias seu vascas seu puellatorias, quibus a sone clariore vocamen datur: sive gingrinas etc. inSchedis Palatinis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άπαις — ο, η (AM ἄπαις, αιδος) όποιος δεν έχει παιδιά (που δεν απέκτησε ή που του πέθαναν) αρχ. 1. χωρίς παιδιά 2. φρ. α) «τὰς ἄπαιδας οὐσίας» περιουσίες χωρίς παιδιά, χωρίς κληρονόμους (Ευριπ.) β) «τέκνων ἄπαιδα» (Ευριπ.) γ) «ἄπ ἀρρένων τε καὶ θηλειῶν»… …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… …   Dictionary of Greek

  • μαθητικός — ή, ό (Α μαθητικός, ή, όν) [μαθητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μαθητές ή προσιδιάζει στους μαθητές («τα μαθητικά χρόνια») αρχ. 1. αυτό) 1. αυτός που αγαπά τη μάθηση, φιλομαθής 2. (για ζώο) αυτός που μαθαίνει εύκολα, ευκολοδίδακτος… …   Dictionary of Greek

  • μουρέλο — το 1. χοντρό και επίμηκες τμήμα αντικειμένου, όπως π.χ. ξύλου 2. ναυτ. κοινή ονομασία τού εμβολαίου, μικρής ξύλινης σφήνας που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη θηλειών ή για τη σύνδεση σχοινιών με τα άκρα τους διαμορφωμένα σε θηλειές 3. (στην… …   Dictionary of Greek

  • ξεθηλύκωμα — το [ξεθηλυκώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεθηλυκώνω, άνοιγμα τών θηλειών που έχουν τα κουμπιά, ξεκούμπωμα …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

  • στάχυς — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεύτερος μετά τον απόστολο Ανδρέα επίσκοπος Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι γνωστό, αν είναι εκείνος προς τον οποίο απόστολος Παύλος στέλνει ασπασμό (προς Ρωμαίους, επιστολή}. Η μνήμη του τιμάται, την 31η Οκτωβρίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”